ώς

ώς
(I)
και ὧς Α
επίρρ.
1. (τροπ.) α) (με δεικτ. σημ.) κατ' αυτόν τον τρόπο, ἔτσι («οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἐκ τῆς μάχης ὣς ἐτράποντο», Ηρόδ.)
β) παραδείγματος χάριν
2. φρ. «καὶ ὣς» — και με όλα αυτά (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δεικτικό επίρρ. ὥς ανάγεται σε ΙΕ τ. *sō: αρχ. ινδ. sa, λατ. sō-c (βλ. λ. , , τό), παρλλ. μορφής τής ρίζας *to- τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων (πρβλ. τόσος, τοῖος, τώς, οὕ-τως)].
————————
(II)
Α
(μόριο που έπεται και μόνον σε επικ. χρήση) σαν (α. «ἴσαν ὄρνιθες ὥς» — προχωρούσαν [ενν. κράζοντας] σαν πουλιά, Ομ. Ιλ.
β. «θεὸς δ' ὣς ἐτίετο δήμῳ» — τόν τιμούσε ο λαός σαν θεό, Ομ. Ιλ.).
————————
(III)
ὠτός, τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ους.
————————
(IV)
ὡς, ΝΜΑ
έως (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ἕως* (Ι), κατ' επίδραση τού συνδ. ὡς. Η σύγχυση τών δύο τ. μαρτυρείται ήδη από την Ελληνική Κοινή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”